Ζωρζ
Σαρή
Ο
ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράφει η μαθήτρια Παναγιώτα Τσιλογιάννη
γράφει η μαθήτρια Παναγιώτα Τσιλογιάννη
Στο
μυθιστόρημά της η Ζωρζ Σαρή παρουσιάζει την ιστορία της Χριστίνας Κανέλη. Η
κοπέλα φεύγει από την Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο για να ξεκινήσει μια
καινούρια ζωή. Μεταναστεύει στο Παρίσι με πλαστό διαβατήριο. Στην αρχή όλα
είναι πολύ δύσκολα και χρειάζεται πολύ κόπο για να ορθοποδήσει. Τα βράδια
κάθεται στο δωμάτιό της ολομόναχη και κλαίει! Όνειρο και στόχος της είναι να
γίνει ηθοποιός…
Φεύγοντας
άφησε πίσω της την αδερφή της την Τόνια, τη μόνη της παρηγοριά. Σε αυτήν
στέλνει γράμματα για να της πει ό,τι την προβληματίζει. Η Τόνια φροντίζει τη
μητέρα της η οποία έπαθε μανία καταδιώξεως μετά από τον θάνατο της άλλης κόρης της,
της Λευκής από τα βασανιστήρια των Γερμανών.
Από
τη δεύτερη κιόλας μέρα επισκέπτεται το σπίτι ενός πολύ φιλόξενου ζευγαριού του
Θράσου και της Ελπίδας που από τότε είναι πάντα στην διάθεσή της για να την
ακούσουν. Στο σπίτι αυτό της έγιναν διάφορες προτάσεις για τον χώρο του θεάτρου
καθώς και για εύρεση εργασίας από τους φίλους του ζευγαριού. Έτσι ξεκίνησε μια
καριέρα, μια καινούρια ζωή η οποία άλλοτε την βρίσκει ευτυχισμένη και αισιόδοξη
και άλλοτε μίζερη και δυστυχισμένη. Ξεκινά παραστάσεις σε ρόλο κομπάρσου και
στη συνέχεια συμμετέχει και σε μεγαλύτερους θιάσους κάνοντας περιοδείες. Στην
παρουσίαση ενός βιβλίου γνωρίζει την Ειρήνη και γίνονται αχώριστες φίλες.
Μετακομίζει στην ίδια εστία της Πανεπιστημιούπολης με εκείνη και ξεκινά
μαθήματα στη σχολή.
Η
Χριστίνα συνεχίζει τις παραστάσεις και τις περιοδείες έχοντας στο πλάι της τον
Γιάννη, έναν παλιό φίλο από την Αθήνα που συνάντησε στο Παρίσι μετά από καιρό.
Κάποια στιγμή πηγαίνει σε ένα εστιατόριο για να γνωρίσει κάποιους φίλους της Ειρήνης
από την Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα στα τέσσερα αγόρια ήταν και ο Ανδρέας. Ο έρωτας
ήταν κεραυνοβόλος. Τα αισθήματά τους αμοιβαία. Κοιτάζοντας τα μάτια του ένιωσε
σα να τον ήξερε όλη της τη ζωή και πίστευε πως μπορούσε να του εξομολογηθεί όλο
το παρελθόν που τη βάραινε τόσο καιρό. Αποφασίζει να χωρίσει με τον Γιάννη και
να συνεχίσει τη ζωή της με τον Ανδρέα. Μέρα με τη μέρα ανακαλύπτουν πως έχουν
πολλά κοινά και πως η μοίρα τους θέλει μαζί. Η μητέρα της Χριστίνας πεθαίνει.
Εκείνες τις μέρες πεθαίνει και η μητέρα του Ανδρέα. Ο ένας παρηγορεί τον άλλο.
Κάποια στιγμή αποφασίζουν να παντρευτούν και αποκτούν ένα γιο τον Άρη.
Η
Χριστίνα, δώδεκα χρόνια μετά, γυρνά πίσω στο χρόνο. Κοιτάει με νοσταλγία το
παρελθόν. Κλείνει τα μάτια και οι αναμνήσεις από το παρελθόν την πλησιάζουν
γοργά. Απρόσμενος τρελός χορός. Είναι ο χορός της ΖΩΗΣ!
ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΦΙΛΤΡΟ
ΜΙΧΑΕΛ ΕΝΤΕ
γράφει η μαθήτρια Ειρήνη Τζιάλλα
Το βιβλίο που διάβασα αναφέρεται σε μια ιστορία
για το περιβάλλον με πρωταγωνιστές έναν μάγο και μία μάγισσα. Ο μάγος που
ονομάζεται Βελζεβούλης Παλαβόπουλος ήταν ένας μυστικός σύμβουλος που το ανώτατο
συμβούλιο των μάγων τον είχε βάλει να καταστρέψει τον κόσμο μέχρι τα μεσάνυχτα
της Πρωτοχρονιάς.
Ο Παλαβόπουλος είχε κι έναν γάτο που τον έλεγαν
Μαουρίτσιο και τον είχαν στείλει από το συμβούλιο των ζώων για να κατασκοπεύει
τον μάγο. Η μάγισσα που την έλεγαν Τυράννια ήταν η θεία του Βούλη (έτσι τον
φώναζε) η οποία ήταν μια κακιά μάγισσα
του χρήματος. Μια μέρα ένα κοράκι ο Γιάκομπ Κράγκελ που ήταν το ζωάκι της Τυράννιας
μπήκε από το παράθυρο κι έφερε δυσάρεστα νέα στον Βούλη, ότι δηλαδή η θεία του
από στιγμή σε στιγμή θα ήταν εκεί. Η Τυράννια επισκέφτηκε τον Βούλη γιατί ήθελε
το άλλο μισό της περγαμηνής για να φτιάξει το
ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΣΑΤΑΝΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΨΕΥΤΟΜΕΓΑΛΟΦΥΕΣ μαγικό φίλτρο. Με το φίλτρο αυτό
μπορούσες να ανιστρέψεις όποια ευχή έκανες. Οι μάγοι το ήξεραν αυτό κι έτσι θα
έλεγαν καλές ευχές και θα γινόταν το αντίθετο. Η μάγισσα ήθελε να φτιάξει το
φίλτρο για να καταστρέψει τα ζώα, τα φυτά και τους ανθρώπους. Ο Βούλης όμως δεν
της το έδωσε και έκαναν μια συμφωνία. Να φτιάξουν μαζί το φίλτρο κι έτσι και οι
δύο θα εκπλήρωναν τις ευχές τους. Ο Βούλης το ήθελε για να καταστρέψει τον
κόσμο, το ίδιο και η Τυράννια. Εν τω μεταξύ τα ζώα είχαν κρυφτεί μέσα σε ένα
καζάνι και τα είχαν ακούσει όλα. Έτσι κάτι έπρεπε να κάνουν για να τους
εμποδίσουν. Έτσι πήγαν στην εκκλησία για να χτυπήσουν την καμπάνα. Με αυτόν τον
τρόπο η Πρωτοχρονιά θα ερχόταν νωρίτερα και οι ευχές που θα έκαναν οι μάγοι θα
γινόταν κατά γράμμα. Εκεί όμως εμφανίστηκε ο Αϊ-Βασίλης και εμπόδισε τα ζώα να
χτυπήσουν την καμπάνα.
Πίσω στη βίλα του Βούλη οι δύο μάγοι έκαναν τα
μαγικά τους. Ο Αϊ-Βασίλης έδωσε στα ζώα ένα κουτάκι που μέσα είχε μία νότα και
τους είπε να την ρίξουν μέσα στο φίλτρο και έτσι οι ευχές που θα έλεγαν οι
μάγοι θα γινόταν έτσι όπως τις είπαν. Τα ζώα κατάφεραν να ρίξουν την νότα στο
φίλτρο και όλες οι καλές ευχές που έλεγαν οι μάγοι έγιναν ακριβώς όπως τις
ξεστόμισαν, καλές όχι το αντίθετο όπως περίμεναν. Έτσι το περιβάλλον σώθηκε και
οι δύο μάγοι εξορίστηκαν από το συμβούλιο.
ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ
ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ
ΧΑΡΗΣ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
γράφει ο μαθητής
Χριστόδουλος Φασούλης
Μια μέρα ο μικρός ήρωας, λόγω της απουσίας του σκύλου του από την αυλή, θέλησε
να αποκτήσει ένα νέο σκύλο-φύλακα. Μαζί με τον μικρό ήρωα συμφώνησε και ο
πατέρας του και έκαναν μακρινό ταξίδι ως και τη βλάχικη ρούγα. Ύστερα από κάμποση
ώρα φτάσανε στον προορισμό τους όπου και τους περίμενε ο μπαρμπα-Χρόνης που τους
είχε υποσχεθεί ένα κουτάβι. Αφού διάλεξαν ένα, πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Στο σπίτι τους περίμενε η υπόλοιπη οικογένεια με ανυπομονησία. Όλο το
βράδυ έψαχναν ένα όνομα για το κουταβάκι. Ύστερα από πολλές διαφωνίες, πήραν
όλοι μαζί την απόφαση να τον φωνάζουν Ταρζάν.
Αφού πέρασε ο καιρός, ο Ταρζάν γίνεται πιστός με τον ανήλικο ήρωα.
Έχοντας μεγαλώσει, ο Ταρζάν χρειαζόταν το δικό του σπίτι το οποίο ήταν ένα παλιό
βαρέλι από κρασί. Ο σκύλος έχει μεγαλώσει, γίνεται δυνατός, γερός και υπάκουος ύστερα μάλιστα από τόση εκπαίδευση. Από εκεί και μετά αρχίζουν και οι πρώτες
αντρειοσύνες.
Μια μέρα που ο πατέρας του μικρού ήρωα είχε πάει για να κόψει χόρτα
είχε πει στο Χρήστο να πάει με το γάιδαρο να τα κουβαλήσει. Στη διαδρομή του
επιτέθηκε ένα άγριο σκυλί. Ενώ αυτό τον κυνηγούσε επίμονα, ξαφνικά πετάχτηκε ο
Ταρζάν, πάλεψε, νίκησε και έδιωξε το άλλο σκυλί σώζοντας τον Χρήστο.
Μια άλλη φορά, ενώ ο μικρός ήρωας πήγαινε στο θείο του, του επιτέθηκε
μια αγέλη από επτά σκυλιά, αλλά την τελευταία στιγμή «καθάρισε» πάλι ο Ταρζάν.
Όταν τέλειωνε το μάζεμα του σιταριού, κάποιος έπρεπε να πάει στο μύλο
για να το αλέσει. Αυτή τη χρονιά πήγε ο μικρός ήρωας. Εκεί υπήρχαν πολλά
τσουβάλια και έτσι άργησε. Αφού αλέστηκε και το δικό του, πήρε το δρόμο για το
γυρισμό. Στα μισά της διαδρομής βρήκε ένα λύκο και ο γάιδαρος έτρεξε γρήγορα.
Πίσω είχε μείνει ο Ταρζάν να παλεύει με αυτό το άγριο θηρίο. Λίγο πριν το χωριό
εμφανίστηκε και ο σκύλος με πληγές και αίματα. Όταν έφτασαν στο σπίτι κάλυψαν τις
πληγές με πανιά. Οι διασώσεις συνεχίζονται με τον Ταρζάν να σώζει τον ήρωα
ύστερα από το άφρισμα του ποταμιού στο μποστάνι που είχε πάει να φυλάξει.
Μια άλλη φορά ο σκύλος-ήρωας έσωσε τον αδερφό του μικρού ήρωα μέσα από
τη φωτιά στο λόγκο όπου είχε πάει με τη μητέρα του να μαζέψουν ξύλα.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια και ο Ταρζάν έχει μεγαλώσει πολύ αλλά βαστά
ακόμα. Τα χρόνια της κατοχής ήρθαν. Το χωριό βρισκόταν κοντά στο σιδηροδρομικό
σταθμό όπου είχαν οι Γερμανοί τα φυλάκια τους και το χωριό ήταν συνέχεια στη
μπούκα διότι ήταν το πιο εύκολο πέρασμα για ένα άλλο χωριό τρεις ώρες μακριά. Ο
μικρός ήρωας γίνεται μάρτυρας μιας συζήτησης των ανταρτών οι οποίοι χρειάζονταν
ένα άτομο να περάσει ένα μήνυμα στον πρόεδρο χωρίς να τον καταλάβει κανείς.
Τότε πετάχτηκε ο μικρός ήρωας και αποφασίστηκε να πάει αυτός. Πήγε στο σπίτι,
πήρε λίγο ψωμί για τον ίδιο και τον έμπιστο φίλο του και έφυγε. Πριν φτάσει στο
Παραχέρι συνάντησε έναν Γερμανό αλλά για καλή του τύχη δεν τον κατάλαβε. Έφτασε
στο χωριό, βρήκε τον πρόεδρο, του έδωσε το μήνυμα και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Στο γυρισμό τον έπιασαν οι Γερμανοί και αφού νύχτωσε καλά, τον έβαλαν μέσα σε μια καλύβα με δεμένα τα χέρια. Κάρφωσαν την πόρτα και έφυγαν. Στο κάτω μέρος της πόρτας υπήρχε ένα
μικρό άνοιγμα το οποίο ο Ταρζάν έκανε μεγάλο, ώστε να καταφέρει να δραπετεύσει
ο ήρωας. Έφυγαν και ύστερα από μία ώρα έφτασαν στο σπίτι.
Τις τελευταίες μέρες που οι Γερμανοί θα έφευγαν, οι χωριανοί πήγαν
σε ένα άλλο χωριό. Μια μέρα είχαν πάει κάποιοι να μαζέψουν τα τελευταία
πράγματα. Είχε πάει και ο ήρωας με τον πατέρα του να πάρουν λίγο σιτάρι. Αφού
κοίταξαν τριγύρω μήπως και υπήρχε κάποιος Γερμανός, πήγε ο καθένας στο σπίτι
του. Καθώς ο πατέρας του ήρωα μάζευε το σιτάρι, πλησίασαν κάποιοι Γερμανοί και
αφού σκότωσαν τον Ταρζάν, μπήκαν στο σπίτι αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Ο πατέρας
του ήρωα έθαψε το ηρωικό σκυλί και πήρε το δρόμο για το γειτονικό χωριό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου